μεταδοτικός — ή, ό (ΑM μεταδοτικός, ή, όν) [μεταδίδω] νεοελλ. 1. (κυρίως για διδάσκοντα) αυτός που έχει την ικανότητα να μεταδίδει κάτι, ιδίως τις γνώσεις του, με τρόπο σαφή και μεθοδικό 2. (για νόσημα) αυτός που μεταδίδεται εύκολα από άρρωστο άτομο σε υγιές,… … Dictionary of Greek
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
οστρακιά — (Ιατρ.). Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα, της ομάδας των καλούμενων εξανθηματικών νοσημάτων, εξαιτίας των χαρακτηριστικών δερματικών εξανθημάτων που τα συνοδεύουν. Είναι νόσος ενδημική στις περισσότερες περιοχές με εύκρατο κλίμα, αλλά παρουσιάζει… … Dictionary of Greek
παρωτίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της παρωτίδας. Η πιο γνωστή μορφή είναι η επιδημική π. (μαγουλάδες), λοιμώδης νόσος μεγάλης μεταδοτικότητας, που οφείλεται σε έναν ιό, ο οποίος προσβάλλει και τους γεννητικούς αδένες, τους δακρυϊκούς αδένες, το πάγκρεας και τις… … Dictionary of Greek
φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται … Dictionary of Greek
λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… … Dictionary of Greek
ερυθρά — η νόσημα μεταδοτικό και εξανθηματικό: Το παιδί έβγαλε ερυθρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταδοτικός — ή, ό 1. αυτός που είναι ικανός να μεταδίνει τις γνώσεις του και να γίνεται κατανοητός από τους άλλους: Μεταδοτικός καθηγητής. 2. αυτός που μεταδίνεται από άτομο σε άτομο, ο κολλητικός: Προσβλήθηκε από μεταδοτικό νόσημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταδοτικότητα — η η ικανότητα των δασκάλων να μεταδίνουν τις γνώσεις τους, να διδάσκουν κατανοητά, το μεταδοτικό: Μερικοί εκπαιδευτικοί έχουν μεγάλη μεταδοτικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)